δουρβανίζω

δουρβανίζω
αναταράσσω, χτυπώ το οξύγαλα για να αποχωριστεί το βούτυρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δρουβανίζω — και δουρβανίζω (Μ δρουβανίζω και δρουγανίζω) ταράζω το οξύγαλα για να αποχωριστεί το βούτυρο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”